-
1 προτρέχω
Aπροὔδρᾰμον Antipho 3.2.8
, X.An.1.5.2:— run forward or forth, Il.cc.;ἀπὸ τοῦ δένδρου δύο βήματα X.An.4.7.10
; [ἕλμινθες] τῷ στομάχῳ προτρέχουσαι Herod.Med.
ap. Aët.9.37.II run in advance of, outrun,στάδια πέντε τῶν ὁπλιτῶν X.An.5.2.4
;πολλοῖς ἡ γλῶττα προτρέχει τῆς διανοίας Isoc.1.41
;π. τὰ κοπριζόμενα τῶν ἀκόπρων Thphr.HP8.7.7
.III ἡ προτρέχουσα εἰκασία the foregoing simile, Heraclit.All.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτρέχω
См. также в других словарях:
προδρομή — ἡ, Α 1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός 2. (κατ επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῡ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.) 3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο … Dictionary of Greek